στεγνῷ

στεγνῷ
στεγνός
watertight
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεγνώνω — στεγνῶ, όω, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. 1. καθιστώ στεγνό κάτι, αφαιρώ την υγρασία του («στεγνώνω τα ρούχα στον ήλιο») 2. (αμτβ.) αποβάλλω την υγρασία, γίνομαι στεγνός («στέγνωσε το πάτωμα») 3. μτφ. αδυνατίζω («στέγνωσε από τη στενοχώρια του») 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • αστέγνωτος — η, ο (Α ἀστέγνωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στεγνώσει, ο υγρός αρχ. ο ασκέπαστος («ἀστέγνωτον ἀγγεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αστέγνωτος < αστερ. + στεγνώνω αρχ. αστέγνωτος < α στερ. + στεγνώ ( όω) «καλύπτω, κλείνω ερμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • λαδωτήρι — μικρό δοχείο ορυκτελαίου με ειδικό σωληνοειδές στόμιο για τη λίπανση μηχανών, λαδικό, λαδερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαδώνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. σουρω τήρι, στεγνω τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • περιστεγνώ — όω, Α [στεγνώ] 1. στεγνώνω κάτι ολόγυρα 2. παθ. περιστεγνοῡμαι, όομαι (για σωλήνα) συγκολλώμαι από παντού …   Dictionary of Greek

  • προστεγνώ — όω, Α 1. κλείνω ερμητικά προηγουμένως 2. καλύπτω στεγανά προηγουμένως 3. σταματώ, εμποδίζω έκκριση εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στεγνῶ «στεγνώνω, κλείνω καλά, καλύπτω στεγανά»] …   Dictionary of Greek

  • σιδερωτήριο — και σιδηρωτήριο, το, Ν 1. ηλεκτρική συσκευή για σιδέρωμα 2. κατάστημα όπου σιδερώνονται τα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. στεγνω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • στέγνωση — η / στέγνωσις, ώσεως, ΝΑ [στεγνῶ / ώνω] το να γίνεται στεγνό κάτι, το στέγνωμα αρχ. 1. το να γίνεται κανείς δυσκοίλιος 2. έμφραξη τών πόρων τού δέρματος …   Dictionary of Greek

  • στεγνωτικός — ή, ό / στεγνωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεγνῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα 2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • στιλβωτήριο — το, Ν εργαστήριο στιλβωτή, κατάστημα στο οποίο γυαλίζονται υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. στεγνω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • συμπυκνωτήρας — ο, Ν 1. (θερμ. τεχνολ.) εναλλάκτης θερμότητας που χρησιμεύει στη συμπύκνωση τών ατμών μετά από την ολοκλήρωση θερμοδυναμικού κύκλου 2. φρ. α) «συμπυκνωτήρας ανάμιξης» συμπυκνωτής στον οποίο οι υδρατμοί αναμιγνύονται με το ψυχρό νερό που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”